- διπλοχαιρετώ
- (-άω) και διπλοχαιρετίζω(Μ διπλοχαιρετῶ και διπλοχαιρετίζω) χαιρετώ δύο φορές, ανταποδίδω χαιρετισμόμσν.μέσ. (-ώμαι)συμπλέκομαι, συγκρούομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. διπλοχαιρετίζω σχηματίστηκε από τον αόριστο του διπλοχαιρετώ κατά τα ρήματα σε -ίζω].
Dictionary of Greek. 2013.